τριπλανάτας

τριπλανάτας
ὁ, Α
(δωρ. τ.) (για τον Οδυσσέα) αυτός που περιπλανάται αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι-* + πλανήτης «ο περιπλανώμενος» (< πλανῶμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”